ἔνοικα

ἔνοικα
ἔνοικος
inhabitant
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ένοικος — η, ο (AM ἔνοικος, ον) [οίκος] μσν. νεοελλ. 1. αυτός που μένει σ ένα οίκημα 2. ενοικιαστής αρχ. 1. αυτός που κατοικεί μέσα, κάτοικος 2. αυτός που παραμένει σ έναν τόπο 3. παθ. αυτός που κατοικείται («Παλλάδος ἔνοικα μέλαθρα», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”